- τριτεγγυητής
- ο юр. авалист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριτεγγυητής — ο, Ν (νομ.) αυτός που παρέχει την τριτεγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριτεγγυώμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη] … Dictionary of Greek
τριτεγγυητής — ο θηλ. τρια αυτός που δίνει τριτεγγύηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)